ευεργετώ
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ευεργετώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εὐεργετῶ, συνηρημένος τύπος του εὐεργετέω < εὐεργέτης. → δείτε και ευ-, έργο
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /e.veɾ.ʝeˈto/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ευ‐ερ‐γε‐τώ
Ρήμα
[επεξεργασία]ευεργετώ, αόρ.: ευεργέτησα, παθ.φωνή: ευεργετούμαι, π.αόρ.: ευεργετήθηκα, μτχ.π.π.: ευεργετημένος
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ευεργετώ | ευεργετούσα | θα ευεργετώ | να ευεργετώ | ευεργετώντας | |
β' ενικ. | ευεργετείς | ευεργετούσες | θα ευεργετείς | να ευεργετείς | ||
γ' ενικ. | ευεργετεί | ευεργετούσε | θα ευεργετεί | να ευεργετεί | ||
α' πληθ. | ευεργετούμε | ευεργετούσαμε | θα ευεργετούμε | να ευεργετούμε | ||
β' πληθ. | ευεργετείτε | ευεργετούσατε | θα ευεργετείτε | να ευεργετείτε | ευεργετείτε | |
γ' πληθ. | ευεργετούν(ε) | ευεργετούσαν(ε) | θα ευεργετούν(ε) | να ευεργετούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ευεργέτησα | θα ευεργετήσω | να ευεργετήσω | ευεργετήσει | ||
β' ενικ. | ευεργέτησες | θα ευεργετήσεις | να ευεργετήσεις | ευεργέτησε | ||
γ' ενικ. | ευεργέτησε | θα ευεργετήσει | να ευεργετήσει | |||
α' πληθ. | ευεργετήσαμε | θα ευεργετήσουμε | να ευεργετήσουμε | |||
β' πληθ. | ευεργετήσατε | θα ευεργετήσετε | να ευεργετήσετε | ευεργετήστε | ||
γ' πληθ. | ευεργέτησαν ευεργετήσαν(ε) |
θα ευεργετήσουν(ε) | να ευεργετήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ευεργετήσει | είχα ευεργετήσει | θα έχω ευεργετήσει | να έχω ευεργετήσει | ||
β' ενικ. | έχεις ευεργετήσει | είχες ευεργετήσει | θα έχεις ευεργετήσει | να έχεις ευεργετήσει | ||
γ' ενικ. | έχει ευεργετήσει | είχε ευεργετήσει | θα έχει ευεργετήσει | να έχει ευεργετήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ευεργετήσει | είχαμε ευεργετήσει | θα έχουμε ευεργετήσει | να έχουμε ευεργετήσει | ||
β' πληθ. | έχετε ευεργετήσει | είχατε ευεργετήσει | θα έχετε ευεργετήσει | να έχετε ευεργετήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ευεργετήσει | είχαν ευεργετήσει | θα έχουν ευεργετήσει | να έχουν ευεργετήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ευεργετούμαι | ευεργετούμουν | θα ευεργετούμαι | να ευεργετούμαι | ||
β' ενικ. | ευεργετείσαι | ευεργετούσουν | θα ευεργετείσαι | να ευεργετείσαι | ||
γ' ενικ. | ευεργετείται | ευεργετούνταν | θα ευεργετείται | να ευεργετείται | ||
α' πληθ. | ευεργετούμαστε | ευεργετούμασταν ευεργετούμαστε |
θα ευεργετούμαστε | να ευεργετούμαστε | ||
β' πληθ. | ευεργετείστε | ευεργετούσασταν ευεργετούσαστε |
θα ευεργετείστε | να ευεργετείστε | ευεργετείστε | |
γ' πληθ. | ευεργετούνται | ευεργετούνταν | θα ευεργετούνται | να ευεργετούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ευεργετήθηκα | θα ευεργετηθώ | να ευεργετηθώ | ευεργετηθεί | ||
β' ενικ. | ευεργετήθηκες | θα ευεργετηθείς | να ευεργετηθείς | ευεργετήσου | ||
γ' ενικ. | ευεργετήθηκε | θα ευεργετηθεί | να ευεργετηθεί | |||
α' πληθ. | ευεργετηθήκαμε | θα ευεργετηθούμε | να ευεργετηθούμε | |||
β' πληθ. | ευεργετηθήκατε | θα ευεργετηθείτε | να ευεργετηθείτε | ευεργετηθείτε | ||
γ' πληθ. | ευεργετήθηκαν ευεργετηθήκαν(ε) |
θα ευεργετηθούν(ε) | να ευεργετηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ευεργετηθεί | είχα ευεργετηθεί | θα έχω ευεργετηθεί | να έχω ευεργετηθεί | ευεργετημένος | |
β' ενικ. | έχεις ευεργετηθεί | είχες ευεργετηθεί | θα έχεις ευεργετηθεί | να έχεις ευεργετηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει ευεργετηθεί | είχε ευεργετηθεί | θα έχει ευεργετηθεί | να έχει ευεργετηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ευεργετηθεί | είχαμε ευεργετηθεί | θα έχουμε ευεργετηθεί | να έχουμε ευεργετηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε ευεργετηθεί | είχατε ευεργετηθεί | θα έχετε ευεργετηθεί | να έχετε ευεργετηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ευεργετηθεί | είχαν ευεργετηθεί | θα έχουν ευεργετηθεί | να έχουν ευεργετηθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι ευεργετημένος - είμαστε, είστε, είναι ευεργετημένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν ευεργετημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν ευεργετημένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι ευεργετημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι ευεργετημένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι ευεργετημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι ευεργετημένοι |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ευ- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το «θεωρώ»
- Ρήματα που κλίνονται όπως το «θεωρούμαι»
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)