Μετάβαση στο περιεχόμενο

conjugation

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
conjugation conjugations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

conjugation (en)

  1. η σύζευξη
  2. (γραμματική) η κλίση ρήματος, η ρηματική κλίση

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]