τεντούρα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τεντούρα θηλυκό
- (ποτό, ιδιωματικό) παραδοσιακό ηδύποτο της Πάτρας, από απόσταγμα κανέλας και γαρίφαλου
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
τεντούρα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Κανελλάκης, Χρήστος Θ.(2010). Το Μοίραλι από το 1461 έως σήμερα. Ετυμολογικό λεξικό των πρώην Δήμων Μεσάτιδος, Φαρρών, Τριταίας, Λασιώνος Ηλείας. Πάτρα:εκδόσεις Περί Τεχνών, 2010. ISBN:978‑960-6684-64-7.