ideo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ideo | ideoj |
αιτιατική | ideon | ideojn |
ideo (eo)
- η ιδέα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ideo | ideoj |
αιτιατική | ideon | ideojn |
ideo (eo)